KEIMENO: ΑΝΤΩΝΗ ΙΟΡΔΑΝΟΓΛΟΥ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΕΤΣΗΣ
Εξερευνούμε το Αργυρόκαστρο και ανακαλύπτουμε τις φωτογενείς πλευρές του κι έπειτα κατηφορίζουμε στην εύφορη κοιλάδα της Δρόπολης με τα πολλά ελληνικά χωριά. Συναντάμε Ελληνες, Αλβανούς, χριστιανούς, μουσουλμάνους. Προσπαθούμε να ξεμπλέξουμε το κουβάρι, όμως φεύγουμε με πολλά ερωτηματικά...
Η Ευανθία Γέλαγε. Ο Παναγιώτης με πείραζε. Ο Μήτσος μού παίνευε τα τσίπουρα. Αυτά όταν τους είπα ότι θα πάω ταξίδι στα βορειοηπειρωτικά χωριά. Η Ευανθία καθαρίζει το σπίτι, ο Παναγιώτης μού έφτιαξε το σκάφος και ο Μήτσος περιποιείται τον κήπο. Από εκείνα τα μέρη και οι τρεις. Δεν το ξέρουν, αλλά εγώ αυτούς είχα στο νου μου όταν έφτανα στην Κακαβιά. Αυτούς και όλους τους άλλους συγκάτοικους τα τελευταία 15 χρόνια στην Ελλάδα. Τους Αλβανούς, τους Βορειοηπειρώτες, τους σιωπηλούς υποστηρικτές της νεοελληνικής μας ευμάρειας. Κυρίες και κύριοι, ιδού ένα ταξίδι στο σπίτι τους.
Χοντρές στάλες στο παρμπρίζ της Mercedes μάς θύμισαν πόσο μακριά ήταν η πρωινή λιακάδα που αφήσαμε στο αεροδρόμιο των Σπάτων. Ενας μολυβένιος ουρανός σκοτείνιαζε το δρόμο στο τελωνείο. Και μέσα του να λάμπουν οι κόκκινες σημαίες με τους δικέφαλους αετούς της Shqiperia (έτσι λένε οι Αλβανοί τη χώρα τους!). Και από πίσω να ανοίγεται η καταπράσινη κοιλάδα της Δρόπολης. Από τις δρυς του τόπου προήλθε το όνομα της αρχαίας πόλης, την οποία, σύμφωνα με το μύθο, ίδρυσαν οι διωγμένες από την Αθήνα φυλές του Ατλαντα και του Ιφιτου. Και ο ποταμός Δρίνος ονομάστηκε. Δυτικά υψώνονται οι κορφές του Πλατοβουνιού (Μάλι Γκερτ αλβανιστί), με τα ελληνικά χωριουδάκια παρατεταγμένα στους πρόποδες. Ανατολικά της κοιλάδας υψώνεται το βουνό της Λουντζεριάς με την κορφή, το Τσαγιούπι, χαμένη στις πηχτές ομίχλες. Στη μέση ένα αχανές χωράφι, εύφορο και καλοποτισμένο, σπαρμένο σήμερα με πέτρες και τσιμεντένια πυροβολεία ων ουκ έστιν αριθμός (άλλοι λένε 75.000 σε όλη την Αλβανία, άλλοι έως 300.000!). «Φτιάχτηκαν τη δεκαετία του 1970, όταν το καθεστώς Χότζα απομονώθηκε από παντού και υπήρχε ο φόβος για εισβολή της Ελλάδας από την κοιλάδα της Δρόπολης. Λένε το ανέκδοτο: «Πόση γη πήρες; Ε, να, 3 στρέμματα και 14 πολυβολεία…». Αυτά μας διηγείται ο συνοδός μου, Παναγιώτης Μπάρκας, ανταποκριτής στην ΕΡΑ και πρόεδρος στο Τμήμα Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αργυροκάστρου. Καλά, τα οχυρά δικαιολογούνται. Οι πέτρες όμως τι γυρεύουν σε έναν τόσο εύφορο κάμπο, που κάποτε ήταν φίσκα με καπνά, καλαμπόκια, στάρια; Γιατί χέρσωσε ο τόπος; Διότι απλώς οι κάτοικοι των ελληνικών χωριών από το 1990 και μετά άρχισαν να φεύγουν. Και τα χωράφια τους ερήμωσαν…
Διαλυμένα εργοστάσια, θηριώδεις εγκαταστάσεις, λασπωμένες αποθήκες σαν πολύχρωμα έρημα στρατόπεδα είναι το καλωσόρισες στο Αργυρόκαστρο. Η πάλαι ποτέ βιομηχανική ζώνη της πόλης, που δούλευε φουλ ώς τη δεκαετία του 1990, έχει γίνει ένα μεταβιομηχανικό χωριό-φάντασμα, βυθισμένο σε μια σκουριασμένη και κατεδαφισμένη σιγαλιά, πλημμυρισμένο από δεκάδες Lavazho (υποτυπώδη πλυντήρια αυτοκινήτων. με 1,5 € σάς το κάνουν λαμπίκο!). Στρίβοντας στις πρώτες ανηφόρες, το συναίσθημα αλλάζει. Από ψηλά, στους 16 λόφους όπου είναι χτισμένη η πόλη, κρέμονται δεκάδες βαλκανικά πυργοειδή αρχοντόσπιτα, λευκοί, σταχτιοί, κιτρινισμένοι και μουχλιασμένοι γίγαντες, με τα βρύα του χρόνου να χαϊδεύουν τις πέτρινες στέγες τους: μια εικόνα που δύσκολα ξεχνάς. Μια πόλη «...τρομακτική και επιβλητική...», όπως τη βλέπει ο διάσημος συγγραφέας Ισμαήλ Κανταρέ, ένα από τα πλέον επιφανή τέκνα του Αργυροκάστρου. Ξαφνικά βρίσκεσαι εκτεθειμένος στα βλέμματα των σπιτιών, μπρος στα μυριάδες πέτρινα μάτια ενός αρχαίου βαλκανικού θεριού. Είναι όμως ένα συναρπαστικό αρχιτεκτονικό σύνολο, το οποίο πρέπει να δει κάθε συνεπής ταξιδιώτης των Βαλκανίων.
Στον πιο περίβλεπτο και ψηλό λόφο στέκεται κραταιό και ελάχιστα ταλαίπωρο από τους αιώνες το κάστρο που βάφτισε την πόλη. Ασήμι δεν υπήρχε, παρά μόνον ένας βυζαντινός άρχοντας Αργυρός, ο πρώτος κτήτορας του κάστρου. «Το κάστρο χτίστηκε κάπου στον 5ο μ.Χ. αιώνα», με πληροφορεί ο Παναγιώτης δείχνοντάς μου το βυζαντινό κομμάτι, που μετά το 1400 επεκτάθηκε στο υπόλοιπο κάστρο. Μπαίνουμε μέσα στους υγρούς θεόρατους διαδρόμους με τις αψίδες, κάτω από τις οποίες ξεπροβάλλουν θεόρατες κάννες πυροβόλων από το Εθνικό Μουσείο Οπλων. Στο μεγαλύτερο πλάτωμα του κάστρου, οι παλιές εγκαταστάσεις από τις Λαογραφικές Γιορτές του Χότζα. Γενέτειρα του Ενβέρ Χότζα, το Αργυρόκαστρο ευεργετήθηκε από τον κομμουνιστή ηγεμόνα, ο οποίος το κήρυξε Πόλη-Μουσείο κι έτσι σώθηκαν πολλά σπίτια και ολόκληρες συνοικίες από την κατάρρευση. «Να, σε αυτό το σπίτι εδώ ιδρύθηκε η κυβέρνηση της Βόρειας Ηπείρου το 1914». Το βραχύβιο κράτος άντεξε 6 μήνες και ήταν δημιούργημα του Βορειοηπειρώτη Χρηστάκη Ζωγράφου -υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας τότε-, ο οποίος αξιοποίησε τη Συμφωνία της Κέρκυρας του 1914, που κήρυσσε αυτόνομη επαρχία τη Βόρεια Ηπειρο. Μετά το εξάμηνο η περιοχή επανήλθε πλέον στην Αλβανία.
Σήμερα στο Αργυρόκαστρο ζουν περίπου 45.000 κάτοικοι: διοικητικοί υπάλληλοι, έμποροι, εργάτες στις λίγες βιοτεχνίες, σαλταδόροι και λοιποί παρεπιδημούντες στην Ιερουσαλήμ του μαύρου χρήματος. Πολλοί παλιοί Αργυροκαστρίτες έφυγαν για Τίρανα και άλλοι για Ελλάδα. Οι νέοι έποικοι όμως είναι κυρίως Αλβανοί από ορεινά χωριά της Λαμπουριάς και βορειότερα. «Το 1990 υπήρχαν κάπου 35.000 κάτοικοι και περίπου το 25% ήταν Ελληνες. Σήμερα υπάρχουν περίπου 2.000 Ελληνες στην πόλη…», τονίζει θλιμμένα ο Παναγιώτης. Πάω ώς τη διοικητική καρδιά του ελληνισμού στο Αργυρόκαστρο, στο Ελληνικό Προξενείο. Είναι στην πλατεία Τσερτσίζ Τόπουλι, το άγαλμα του οποίου κοιτάει βλοσυρό τον αλβανικό ορίζοντα, θυμίζοντας εσαεί τον αγώνα των Τόπουλι ενάντια στους Τούρκους την περίοδο 1908-13. Είναι 9 το πρωί και μόλις άνοιξαν οι πύλες του στις θεόρατες ουρές των Αλβανών που περιμένουν βίζα. «Οι Βορειοηπειρώτες δεν χρειάζονται βίζα, μετακινούνται με τη 10ετή ειδική κάρτα στην Ελλάδα», μου λέει ο μορφωτικός ακόλουθος του Προξενείου, Νίκος Γερασιμίδης. Μιλάμε για τα σχολεία της εθνικής ελληνικής μειονότητας, για τις υποτροφίες σε μειονοτικούς μαθητές, για τα καινούργια βιβλία, για τις ελληνικές επιχειρήσεις που βρίσκονται κοντά στα σύνορα, για τον ελληνικό πληθυσμό που λιγοστεύει. «Κάθε πρωί που έρχομαι, κοιτάω να δω κάποιο καινούργιο κεραμίδι, που σημαίνει ότι κάποιος γύρισε. Ο αφελληνισμός της Βόρειας Ηπείρου είναι το μεγάλο πρόβλημα. Το 1993 είχαμε 6.500 μαθητές στα μειονοτικά σχολεία και τώρα 1.050…» Προλαβαίνω να δω λίγο τον πρόξενο, Γιάννη Ριζόπουλο, τον πιο κομψό και χαριτωμένο Ελληνα που συνάντησα στο Αργυρόκαστρο. Ανάμεσα σε δύο εσπρέσο μού μιλάει για την πνευματική ζωή της πόλης. «Υπάρχει μια εν κρυπτώ λειτουργούσα διανόηση, μέσα σε ένα περιβάλλον που δεν ευνοεί πνευματικές δράσεις. Ωραίοι τύποι, ένας συγγραφέας, ένας σκηνοθέτης, ένας κριτικός τέχνης, κι άλλοι… Το Αργυρόκαστρο βέβαια, λόγω Ισμαήλ Κανταρέ, έτσι κι αλλιώς θεωρείται κοιτίδα της αλβανικής λογοτεχνίας. Η χώρα όμως δεν έχει συνέλθει από τα 50 χρόνια Χότζα και από αυτά που ακολούθησαν. Φαίνεται στην πολεοδομία, στη χωροταξία…»
Αργότερα θα συναντήσω έναν από τους πνευματικούς ανθρώπους της πόλης, τον διευθυντή του χειμαζόμενου από την οικονομική στενότητα Κρατικού Θεάτρου, Βασίλη Τσιούχλα. «Πέρυσι ανέβασα τέσσερις παραστάσεις, με 3.000 € κόστος όλες! Τώρα ετοιμάζουμε το «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω» του Ντάριο Φο». Ο Βασίλης, μαζί με τον δημοσιογράφο Χρήστο Τζιά, ξεκίνησαν πριν από λίγους μήνες τη μοναδική ελληνική εκπομπή (εβδομαδιαία) στο τοπικό τηλεοπτικό κανάλι Alpo. Αφιλοκερδώς και με όλα τα έξοδα δικά τους.
Περπατώ στα στενά της πόλης, μέσα στα υγρά καλντερίμια, παρατηρώντας τα εντυπωσιακά σπίτια με την τυπική βαλκανική αρχιτεκτονική του 18ου - 19ου αιώνα. Στιγμές-στιγμές νιώθω ότι είμαι στην Κωνσταντινούπολη! Ή σε ένα απέραντο Ζαγοροχώρι. Η αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του Αργυροκάστρου είναι ένας βασικός λόγος για να έρθει κάποιος ώς εδώ. Η πόλη ευτυχώς είναι προστατευόμενη από την UNESCO από το 2005. Περνάω και από το θρυλικό αρχοντικό των Ζεκάτη, ένα συναρπαστικό σπίτι. «Χτίστηκε με χρήματα του Αλή Πασά το 1811. Η οικογένεια είχε σχέση με την οθωμανική διοίκηση», θα μου πει αργότερα η Ντασίρα Τένα, υπεύθυνη του Εθνογραφικού Μουσείου. «Τα πιο πολλά σπίτια εδώ είναι φτιαγμένα από ξύλο πεύκου και άσπρη πέτρα. Στην πρώτη κατηγορία (καμία παρέμβαση μέσα-έξω) ανήκουν 51 σπίτια, στη δεύτερη (παρεμβάσεις μόνο μέσα) ανήκουν 363».
Ωραία πόλη… Φωτογενής και εξόχως ποιητική. Οπως είπε και ένας Γάλλος ζωγράφος κάποτε στο τοπικό ραδιόφωνο, «αν ήμουν δήμαρχος, θα έκλεινα την πόλη και θα έφερνα μόνο ζωγράφους να ζήσουν εδώ».
ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΚΟΙΛΑΔΑ
Oταν λες «πάω στη Δρόπολη», είναι σα να λες πάω στα ελληνικά χωριά. Είναι όλα χτισμένα γύρω από την ομώνυμη κοιλάδα με τον εύφορο κάμπο. Η Δερβιτσάνη είναι το πιο πολυπληθές χωριό, η άτυπη έδρα της βορειοηπειρωτικής ελληνοσύνης. «Κάποτε είχε 11 ζωγράφους εδώ!» μου λέει ο Παναγιώτης. «Ολη η περιοχή, από την Κακαβιά ώς τη Δερβιτσάνη, είχε 15.000 κατοίκους. Σήμερα, ούτε 2.500. Νικούσαν όλο τον κάμπο με την πλάτη…» Σεργιανάμε στα χωριά: Φράστανη, Γορίτσα, Λούγκαρη, Βάνιστα, Καλογοραντζή (ίσως το ομορφότερο!), Γιωργουτσάτι, καταλήγουμε στο Βουλιαράτι. «Στη Βόδιστα είναι περισσότεροι, εμείς είμαστε καμιά 150αριά, μόνο συνταξιούχοι, αλλά και λίγοι νέοι βοσκοί», λέει γελώντας η κυρία Διονυσία Τζούλα, η οποία μετά από 16 χρόνια στα Πετράλωνα ξαναγύρισε στο Βουλιαράτι. Στο χωριό υπάρχει το ένα από τα δύο νεκροταφεία πεσόντων του 1940, γιατί εδώ λειτουργούσαν δύο στρατιωτικά νοσοκομεία. Ψηλά ανάβει το φως του οικοτροφείου με τα 50 κορίτσια που πάνε στο εδώ Λύκειο. Στο καφενείο μια παρέα παίζει ντόμινο, κερνάνε τσίπουρα, γελάμε όλοι. Ο κυρ-Χρήστος Μπουνταλάς είχε το πιο τρυφερό επάγγελμα: γύριζε τα χωριά και έπαιζε σινεμά στον κόσμο! «Από το '61 ώς το '90, χειμώνα - καλοκαίρι. Ταινίες ρώσικες, κινέζικες, αλβανικές. Η πρώτη ελληνική που παίξαμε ήταν το «Θανάση, σφίξε κι άλλο τη λουρίδα"».
- Σου λείπουν, κυρ-Χρήστο, εκείνα τα χρόνια;
- Μπα, πιο πολύ μου λείπουν οι άνθρωποι…
Περνάμε δίπλα από χωριά με μια λυπημένη όψη, ένα σταχτί χρώμα - ίσως να φταίει και η μουντή μέρα. Αν καλοκοιτάξεις, θα δεις πάμπολλα παλιά πέτρινα σπίτια με περίφημη αρχιτεκτονική, όλα σχεδόν καλυμμένα με απίθανες πέτρινες στέγες. Αδεια κι έρημα τα περισσότερα. Στο δρόμο ξεφυτρώνουν όμως καινούργιες επιχειρήσεις, εστιατόρια, νέο μοτέλ, μεγάλα βενζινάδικα, καφέ. Τις έχουν κυρίως Αλβανοί, που απλώνονται σιγά-σιγά σε μια περιοχή γεμάτη ελληνικά χωριά. Ο τόπος αλλάζει. Αγοράζουν κτήματα, διεκδικούν ακίνητα με χαρτιά από την Τουρκοκρατία: στο Βουλιαράτι μού έλεγαν για τους Καραγκιόζηδες, οικογένεια των κάποτε εξισλαμισθέντων Μαυρομάτηδων, οι οποίοι ήρθαν στο χωριό και άρχισαν να μετράνε γη και χτύπησαν οι καμπάνες κι έφυγαν…
Πιο κάτω βλέπουμε τις πινακίδες για το Lazarat. Διάσημο τοις πάσι χωριό χασισοκαλλιεργητών. Είναι αλβανικό, με 4.000 ακραιφνείς εθνικιστές κατοίκους, οι οποίοι έχουν άμεση σχέση με τους σκληρούς πυρήνες του Κοσόβου, τους εμπλεκόμενους με κάθε είδους παρανομία. Είδαμε πολλά κοσοβάρικα υπερπολυτελή τζιπ στο Λαζαράτι! «Η πιο φτωχή οικογένεια εδώ βγάζει 60.000 € το χρόνο!» με πληροφορεί ο Παναγιώτης. Μεγάλο μέρος από τα εκατομμύρια ευρώ των Λαζαρατινών πέφτουν στη Δρόπολη, όπου αγοράζουν ελληνικά ακίνητα. Ετσι, η περιοχή σταδιακά εξαλβανίζεται. Και η κοιλάδα που τόσα χρόνια την ξέπλεναν τα θολά και παγωμένα νερά του Δρίνου, ήρθε με τη σειρά της να ξεπλύνει τα εκατομμύρια όσων έχουν εδώ δουλειές με φούντες. Μεταφορικώς και κυριολεκτικώς…
Θα φτάσουμε νότια ώς Βρισερά, Πέπελη. «Εδώ ζούσαμε από τη γεωργία. Κοοπερατίβα του Χότζα», μου φωνάζουν στον Λόγγο ο Αλέξης Πιτσούνης και ο Θοδωρής Τσαμάντης. Η Σωτήρα είναι ένα από τα ομορφότερα χωριά των Βαλκανίων. Τα Βρισερά, μεγάλο διοικητικό κέντρο επί Χότζα λόγω αγροτικού συνεταιρισμού, σήμερα έχει τρεις μεγάλες επιχειρήσεις. Τα ελληνικά εργοστάσια βρίσκονται κοντά στα ελληνικά χωριά, για να μην τους παρενοχλούν οι Αλβανοί. Περνάμε το γαλακτοκομικό εργοστάσιο της Girofarm. Κι αυτό ελληνικό.
«Ολοι από τα χρήματα της Ελλάδας ζούνε εδώ. Αλλιώς οι Αλβανοί θα τρώγανε ο ένας τον άλλο», μου λέει ο Δήμος Καρατζάς, οδηγός του Προξενείου, καθώς διασχίζουμε τη Δρόπολη προς τα βόρεια. Ο δρόμος -από Κακαβιά μέχρι Αργυρόκαστρο φτιάχτηκε με ελληνικά χρήματα!- είναι γρήγορος και γεμάτος εικονοστάσια. «Πολύ επικίνδυνος! Τα περισσότερα τροχαία γίνονται όταν έρχονται μετανάστες από την Ελλάδα το καλοκαίρι», λέει ο Δήμος. Περνάμε το Μασκουλόρε, το βλαχοχώρι Αντον Πότσι και ανηφορίζουμε στο τέρμα της κοιλάδας, στις λασπωμένες πλαγιές προς το Λάμποβο. Το τζιπ χοροπηδάει, δίπλα στο δρόμο συχνά υπάρχουν τάφοι, όλοι με ημερομηνία θανάτου 1997 - δολοφονίες από τον καιρό του εμφυλίου, με την κατάρρευση του καθεστώτος Μπερίσα και των παρατραπεζών. Λάσπη, χωριό Τερμπούκι και να το Λάμποβο, διαλυμένο χωριό κτηνοτρόφων. Πίσω από τη μεγάλη καινούργια εκκλησία λάμπει τυλιγμένο από τους κισσούς, με τις καμάρες, τους κίονες και τις λιθανάγλυφες πύλες, το αρχοντικό των αδελφών Ζάππα. Ναι, των ευεργετών! Από εδώ ήταν!
Τι κρίμα που ερειπώνεται το σπίτι τους και μουλάρια βόσκουν στους οντάδες του…
Επιστρέφω Ελλάδα… Ηρθα για να βρω μερικές απαντήσεις και φεύγω με ένα φορτηγό ερωτηματικά. Και η βροχή να ποτίζει τη Δρόπολη και να μουσκεύει τον αβέβαιο δρόμο του ελληνισμού στα αιώνια βορειοηπειρωτικά βουνά. Ξαφνικά κορναρίσματα. Περνάμε από τη μεταβυζαντινή Αγία Παρασκευή, έξω από το Τεριαχάτι. Γιατί όλοι κορνάρουν; Για καλό κατευόδιο. Ελληνες και Αλβανοί, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, εχθροί και φίλοι, εθνικιστές Αλβανοί και εθνικιστές Ελληνες τιμούν και σέβονται την Αγία Παρασκευή και κορνάρουν σαν ευχή, περνώντας πάντα μπρος της…
Καλό ταξίδι Δρόπολη, καλό ταξίδι μικρή βορειοηπειρωτική Ελλάδα… Θα φέρω χαιρετίσματα στους Αθηναίους πατριώτες σας. Τους συμπατριώτες μας…
Περισσότερα: http://portal.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ecom1_1_02/04/2009_273711
Διαβάστε περισσότερα...