Την περασμένη Πέμπτη (15/01), το Ινστιτούτο Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ) οργάνωσε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον συνέδριο στα Τίρανα με θέμα την «Ελληνο-Αλβανική Συνεργασία στον Ενεργειακό Τομέα». Στο συνέδριο συμμετείχε σύσσωμη η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Οικονομίας, Εμπορίου και Ενέργειας της Αλβανίας και ανώτερα διοικητικά στελέχη απ’ όλες τις μεγάλες Αλβανικές εταιρείες και οργανισμούς που δραστηριοποιούνται στην Ενέργεια. Και από Ελληνικής πλευράς υπήρξε αντίστοιχη κινητικότητα με συμμετοχή υψηλόβαθμων στελεχών επιχειρήσεων αλλά και εκπροσώπηση του ΥΠΑΝ μέσω του προέδρου του ΣΕΕΣ κ. Ραφαήλ Μωυσή.
Το συνέδριο του ΙΕΝΕ στην Αλβανία έδειξε περίτρανα ότι υπάρχει έντονο ενδιαφέρον από Αλβανικής πλευράς για επενδύσεις Ελληνικών εταιρειών σε ενεργειακά δίκτυα και υποδομές στην Αλβανία οι οποίες και ευρίσκονται ακόμη σε εμβρυακό στάδιο. Όμως και σε άλλες χώρες της ΝΑ Ευρώπης υπάρχουν ακόμα αξιόλογες ευκαιρίες για ενεργειακές επενδύσεις, ιδιαίτερα στα Δυτικά Βαλκάνια (ΠΓΔΜ, Κόσοβο, Σερβία, Μαυροβούνιο, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Κροατία). Στα Ανατολικά Βαλκάνια (δηλ. Βουλγαρία, Ρουμανία), ως γνωστόν, η Ελλάδα έχασε το επενδυτικό τρένο στην ενέργεια, αφού έπρεπε να είναι παρούσα διεκδικώντας μέρος της ενεργειακής πίτας την δεκαετία του ’90. Οι προσπάθειες που έγιναν μετέπειτα, στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας από τη ΔΕΗ, τα ΕΛΠΕ και άλλες μικρότερες Ελληνικές επιχειρήσεις για διείσδυση στα Ανατολικά Βαλκάνια στον ενεργειακό τομέα ήρθαν καθυστερημένα και δεν απέδωσαν, για τον απλούστατο λόγο ότι είχαν προηγηθεί άλλες Ευρωπαϊκές εταιρείες ή και εγχώρια σχήματα ιδιωτών επενδυτών.
Με εξαίρεση την επένδυση των ΕΛΠΕ στο διυλιστήριο ΟΚΤΤΑ της ΠΓΔΜ και την δημιουργία δικτύων πρατηρίων σε ορισμένες χώρες της περιοχής, δεν υπάρχει αισθητή Ελληνική ενεργειακή παρουσία, σε αντίθεση με άλλους τομείς οικονομικής δραστηριότητας όπου η Ελληνική επιχειρηματικότητα είναι κάτι περισσότερο από εμφανής (π.χ. τράπεζες, τηλεπικοινωνίες, εστίαση, κατασκευές). Όμως, ευκαιρίες στο ενεργειακό τομέα υπάρχουν ακόμα και θα δημιουργούνται συνεχώς καθώς μέσα στα επόμενα χρόνια θα επιχειρηθεί επέκταση και διείσδυση των ενεργειακών δικτύων σε κλίμακα που δεν έχει γίνει ακόμα αντιληπτή.
Όπως παρατήρησε ο Πρόεδρος και Δ/νων Σύμβουλος της ΔΕΗ στο πρόσφατο συνέδριο του ΙΕΝΕ στα Τίρανα «η Συνθήκη για την Ενεργειακή Κοινότητα, που υπεγράφη μεταξύ των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δημιουργεί ένα πολύ ευνοϊκό πλαίσιο για την ανάπτυξη συνεργασίας στους τομείς ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου. Η Συνθήκη θέτει ως στόχο την απελευθέρωση των αγορών ηλεκτρισμού σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ανοίγει το δρόμο για την προσέλκυση μεγάλων διεθνών επενδυτών, με σκοπό να υλοποιηθούν σχέδια για ενεργειακές υποδομές που είναι αναγκαίες για την περιοχή».
Η πραγματοποίηση σημαντικών ενεργειακών επενδύσεων στις χώρες της περιοχής θα εξασφαλίσει πολλαπλά οφέλη, όπως:
- Περιορισμό της ανεπάρκειας ρεύματος και ικανοποίηση των αυξανόμενων αναγκών των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
- Υποστήριξη των προσπαθειών για επίτευξη υψηλών ρυθμών αύξησης του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος.
- Ενίσχυση της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού, βασικού πυλώνα της ενεργειακής πολιτικής, η σημασία της οποίας πρόσφατα έγινε φανερή στην περιοχή μας.
- Συμβολή στην προστασία του Περιβάλλοντος και στην αειφόρο ανάπτυξη μέσω του εκσυγχρονισμού του τομέα ηλεκτρισμού με την κατασκευή μονάδων παραγωγής που θα υιοθετήσουν τις Βέλτιστες Διαθέσιμες Τεχνολογίες.
- Ταχεία αύξηση της διείσδυσης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, συμβάλλοντας έτσι στην υλοποίηση των στόχων που έχουν τεθεί για τις Κλιματικές Αλλαγές.
Τέλος, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι η εμμονή διαδοχικών κυβερνήσεων να θέλουν να εμφανίσουν την Ελλάδα ως περιφερειακό ενεργειακό κόμβο –κάτι που ασφαλώς απέχει πολύ από την πραγματικότητα – δεν συνιστά ενεργειακή στρατηγική υπό την έννοια της διείσδυσης Ελληνικών επιχειρήσεων στην ΝΑ Ευρώπη. Η ενασχόληση της πολιτικής ηγεσίας την τελευταία πενταετία με θέματα που έχουν σχέση με τη μεταφορά πετρελαίου και φυσικού αερίου μέσω αγωγών πέριξ και διάμέσου της Ελλάδος, και η συστηματική προβολή τους μέσω των ΜΜΕ, έχουν δώσει την ψευδαίσθηση ότι η χώρα μας διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στα ενεργειακά δρώμενα της ευρύτερης περιφέρειας. Ουδέν το αναληθέστερο.
Εάν πράγματι το ζητούμενο είναι η διείσδυση ελληνικών ενεργειακών επιχειρήσεων στην ευρύτερη περιοχή και η κατάκτηση μεριδίου των τοπικών αγορών (δηλ. στα υγρά καύσιμα, το φυσικό αέριο, τον ηλεκτρισμό και τις ΑΠΕ) τότε θα πρέπει κατ’ αρχάς να αναγνωρισθεί το σοβαρό έλλειμμα που έχουμε ως χώρα στον συγκεκριμένο τομέα και προπαντός η απουσία στρατηγικής. Αυτό και θα αποτελέσει το πρώτο ουσιαστικό βήμα σε μία προσπάθεια εξωστρέφειας, εάν όντως επιθυμούμε ν’ αποκτήσουμε μία μετρήσιμη παρουσία στον ενεργειακό τομέα έξω από τα σύνορά μας. Το να υποστηρίζουμε συνεχώς και μετά παρρησίας ότι η Ελλάδα διαθέτει ειδικό ενεργειακό βάρος στην περιοχή φανερώνει μία τραγική έλλειψη αυτογνωσίας.